- ἁδηφάγον
- ἀδηφάγον , ἀδηφάγοςgluttonousmasc/fem acc sgἀδηφάγον , ἀδηφάγοςgluttonousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀδηφάγον — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem acc sg ἀδηφάγος gluttonous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσσα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις εννέα Πιερίδες, κόρες του Πιέρου . Ο μύθος αναφέρει ότι μεταμορφώθηκε σε πουλί, μαζί με τις αδελφές της, επειδή τόλμη αν να συναγωνιστούν τις Μούσεςστο τραγούδι. 2. Μία από τις Υάδες, τις τροφούς του… … Dictionary of Greek